- κυδώνιος
- κυδώνιος, -ία, -ον (Α)1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ.2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιονμέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» — ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. κοδύμαλον* «είδος μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με επίδραση —πιθ. παρετυμολογική— τού τοπωνυμίου Κυδωνία (φημισμένη πόλη τής αρχ. Κρήτης, σημερινή πόλη Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cydoneum και cotoneum, απ' όπου το ιταλ. cotogno, γαλλ. coing κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.